- ωχεί
- Α(κατά τον Διοσκ.) «ἀτράφαξις, οἱ δὲ χρυσολάχανον... Αἰγύπτιοι ὠχεῑ».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὤχει — ὀχέω hold fast imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οχώ — (Α ὀχῶ, έω, δωρ. τ. ὀγχέω ἡ ὀκχέω) (συν. το μέσ.) ὀχοῡμαι, έομαι μεταφέρομαι με όχημα, επιβαίνω σε άμαξα αρχ. 1. κρατώ κάτι στερεά, υποστηρίζω («ἄγκυρα δ ἥ μου τὰς τύχας ὤχει μόνη», Ευρ.) 2. υποφέρω, πάσχω («ἀπροσόρατον ὀκχέοντι πόνον», Πίνδ.) 3 … Dictionary of Greek